πτελέϊνος

πτελέϊνος
η, ον изготовленный из вяза

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πτελέϊνος" в других словарях:

  • πτελέινος — η, ο / πτελέϊνος, η, ον, ΝΜΑ, και πτελείϊνος, η, ον, Α [πτελέα] κατασκευασμένος από ξύλο φτελιάς …   Dictionary of Greek

  • πτελείνων — πτελέινος of elm fem gen pl πτελέινος of elm masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτελείνοις — πτελέινος of elm masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτελείνους — πτελέινος of elm masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ένιος — α, ο 1. κατάληξη επιθέτων που σημαίνει ότι το προσδιοριζόμενο από το επίθετο αποτελείται από την ύλη που δηλώνει το επίθετο π.χ. μεταξένιος, σιδερένιος, ατσαλένιος κ.λπ. 2. δηλώνει ότι το πρόσωπο ή πράγμα που προσδιορίζεται από το επίθετο έχει… …   Dictionary of Greek

  • -ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… …   Dictionary of Greek

  • μελέινος — μελέϊνος, η, ον (Α) αυτός που έχει κατασκευαστεί από ξύλο μελίας, ο μελίινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελία «φλαμουριά», κατά το πτελέϊνος, ή από το επίθ. μελίινος με ανομοιωτική τροπή τού ι σε ε ] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»